κατασκηνώνω

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

(AM κατασκηνῶ, -όω και, -άω, Μ και κατασκηνέω)
1. στήνω τη σκηνή μου κάπου, μένω στη σκηνή για ορισμένο χρόνο
2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά, σταθμεύω
μσν.-αρχ.
αναπαύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)].