πλατύρροος: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />au large courant.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[ῥέω]]. | |btext=οος, οον;<br />au large courant.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[ῥέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλᾰτύρροος:''' συνηρ. -[[ρους]], -ουν, αυτός που έχει πλατύ [[ρέμα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
contr. πλατύρρους, ουν,
A broad-flowing, Νεῖλος A.Pr.852.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ὁ ἔχων πλατὺ ῥεῦμα, εὐρύς, Νεῖλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 852.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.
Greek Monotonic
πλᾰτύρροος: συνηρ. -ρους, -ουν, αυτός που έχει πλατύ ρέμα, σε Αισχύλ.