ἀπορραντήριον: Difference between revisions

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπορραντήριον]], το (Α)<br />[[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]].
|mltxt=[[ἀπορραντήριον]], το (Α)<br />[[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορραντήριον:''' τό ([[ἀπορραίνω]]), [[αγγείο]] που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορραντήριον Medium diacritics: ἀπορραντήριον Low diacritics: απορραντήριον Capitals: ΑΠΟΡΡΑΝΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aporrantḗrion Transliteration B: aporrantērion Transliteration C: aporrantirion Beta Code: a)porranth/rion

English (LSJ)

τό, (ἀπορραίνω)

   A a vessel for sprinkling with holy water, E.Ion435, IG1.143, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορραντήριον: τό, (ἀπορραίνω) ἀγγεῖον πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase d’eau lustrale.
Étymologie: ἀπορραίνω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aspersorio para el agua sagrada E.Io 435, ἀ. ἀργυρōν IG 13.317.5, 318.13, 319.19, 320.27 (V a.C.).

Greek Monolingual

ἀπορραντήριον, το (Α)
αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.

Greek Monotonic

ἀπορραντήριον: τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.