κρεκάδια: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρεκάδια]], τὰ (Α)<br />[[στερεά]] και [[πυκνά]] υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σπάνιο παρ. του [[κρέκω]] (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κρεκάς</i>, -[[άδος]]) με την υποκορ. κατάλ. (-<i>άδ</i>)-<i>ιον</i>]. | |mltxt=[[κρεκάδια]], τὰ (Α)<br />[[στερεά]] και [[πυκνά]] υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σπάνιο παρ. του [[κρέκω]] (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κρεκάς</i>, -[[άδος]]) με την υποκορ. κατάλ. (-<i>άδ</i>)-<i>ιον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρεκάδια:''' -ων, τά ([[κρέκω]]), είδος τάπητα, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ων, τά, a kind of
A tapestry, Ar.V.1215.
Greek (Liddell-Scott)
κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.
Greek Monolingual
κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].
Greek Monotonic
κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.