κρεουργία: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κρεουργία]]) [[κρεουργώ]]<br />[[κόψιμο]] κρέατος σε τεμάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανηλεής]] [[σφαγή]] ανθρώπων. | |mltxt=η (Α [[κρεουργία]]) [[κρεουργώ]]<br />[[κόψιμο]] κρέατος σε τεμάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανηλεής]] [[σφαγή]] ανθρώπων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρεουργία:''' ἡ, [[κατακρεούργηση]], κατακόψιμο. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.
Greek Monolingual
η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.
Greek Monotonic
κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.