δωροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δωροφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει δώρα<br /><b>2.</b> ο φόρου [[υποτελής]].
|mltxt=[[δωροφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει δώρα<br /><b>2.</b> ο φόρου [[υποτελής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροφόρος Medium diacritics: δωροφόρος Low diacritics: δωροφόρος Capitals: ΔΩΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dōrophóros Transliteration B: dōrophoros Transliteration C: doroforos Beta Code: dwrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing presents, Pi.P.5.86, f.l. in Epigr. ap. Ath.5.209e (Archimelos); tributary, Euph.78.

German (Pape)

[Seite 696] Geschenke darbringend, Pind. P. 5, 86; zinsbar, Euphor. bei Ath. VI, 263 d; καρπῶν Archimel. 1 (App. 15).

Greek (Liddell-Scott)

δωροφόρος: -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte des présents ; particul. tributaire.
Étymologie: δῶρον, φέρω.

English (Slater)

δωροφόρος
   1 bearing gifts ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86)

Spanish (DGE)

-ον
1 que lleva regalos ἄνδρες Pi.P.5.86, χεῖρες epigr. en SHell.982.9, cf. Nonn.D.5.214, 574, φυλαί ZPE 7.1971.211 (Dídima III/II a.C.).
2 de pueblos portador de tributo, tributario Αἰθίοπες Callix.2 (p.173), esp. ref. los mariandinos como grupo o clase social δωροφόροι καλεοίαθ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας Euph.58, cf. Callistr.Arist.4, Poll.3.83, Hsch., euf. por δοῦλος Eust.1090.55.

Greek Monolingual

δωροφόρος, -ον (AM)
1. αυτός που προσφέρει δώρα
2. ο φόρου υποτελής.

Greek Monotonic

δωροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.