Εὔιος: Difference between revisions
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(6_14) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Εὔιος''': ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Βάκχου, ἐκ τῆς κραυγῆς [[εὐαί]], [[εὐοῖ]], Σοφ. Ο. Τ. 211, Εὐρ. 157. κτλ.: [[Εὔιος]] = [[Βάκχος]], [[αὐτόθι]] 565, 579. ΙΙ. εὔιος, ον, ὡς ἐπίθ. βακχικός, πῦρ Σοφ. Ἀντ. 964· τελεταὶ Εὐρ. Βάκχ. 238. | |lstext='''Εὔιος''': ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Βάκχου, ἐκ τῆς κραυγῆς [[εὐαί]], [[εὐοῖ]], Σοφ. Ο. Τ. 211, Εὐρ. 157. κτλ.: [[Εὔιος]] = [[Βάκχος]], [[αὐτόθι]] 565, 579. ΙΙ. εὔιος, ον, ὡς ἐπίθ. βακχικός, πῦρ Σοφ. Ἀντ. 964· τελεταὶ Εὐρ. Βάκχ. 238. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Εὔιος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ονομασία]] του Βάκχου, από την [[ιαχή]] [[εὐοῖ]], σε Σοφ., Ευρ.· [[Εὔιος]] = [[Βάκχος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εὔιος]], <i>-ον</i>, ως επίθ., [[βακχικός]], σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
( Εὔἱος EM391.15, cf. Lat. Euhius), ὁ, name of Bacchus, from the cry εὐαἵ, εὐοἱ, in lyr. passages, S.OT211, E.Ba.157, Ecphantid. 3, etc.; Εὔιος,
A = Βάκχος, E.Ba.566,579. II εὔιος, ον, as Adj., Bacchic, πῦρ S.Ant.964; τελεταί E.Ba.238; ἀγάλματα Id.Tr. 451 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
Εὔιος: ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Βάκχου, ἐκ τῆς κραυγῆς εὐαί, εὐοῖ, Σοφ. Ο. Τ. 211, Εὐρ. 157. κτλ.: Εὔιος = Βάκχος, αὐτόθι 565, 579. ΙΙ. εὔιος, ον, ὡς ἐπίθ. βακχικός, πῦρ Σοφ. Ἀντ. 964· τελεταὶ Εὐρ. Βάκχ. 238.
Greek Monotonic
Εὔιος: ὁ,
I. ονομασία του Βάκχου, από την ιαχή εὐοῖ, σε Σοφ., Ευρ.· Εὔιος = Βάκχος, στον ίδ.
II. εὔιος, -ον, ως επίθ., βακχικός, σε Σοφ., Ευρ.