ὀλοφυγγών: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(28)
(5)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφυγγών]] και, [[κατά]] δ. γρφ. «[[ὀλοφυγδών]], -όνος, ἡ (Α)<br />[[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]], [[φουσκαλίδα]], [[ιδίως]] της γλώσσας («[[μήπω]] ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. εκφραστικοί τ. της λ. [[ὀλοφλυκτίς]] / [[ὀλοφυκτίς]]. Ο τ. [[ὀλοφυγδών]] έχει σχηματιστεί πιθ. με την κατάλ. τών λ. <i>πρη</i>-<i>δών</i> «[[φλόγωση]], [[πρήξιμο]]» και <i>πυθε</i>-<i>δών</i>, «[[σάπισμα]]» που έχουν ανάλογη σημ. Ο καλύτερα μαρτυρημένος τ. [[είναι]] το [[ὀλοφυγγών]], του οποίου όμως η κατάλ. [[είναι]] δυσερμήνευτη].
|mltxt=[[ὀλοφυγγών]] και, [[κατά]] δ. γρφ. «[[ὀλοφυγδών]], -όνος, ἡ (Α)<br />[[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]], [[φουσκαλίδα]], [[ιδίως]] της γλώσσας («[[μήπω]] ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. εκφραστικοί τ. της λ. [[ὀλοφλυκτίς]] / [[ὀλοφυκτίς]]. Ο τ. [[ὀλοφυγδών]] έχει σχηματιστεί πιθ. με την κατάλ. τών λ. <i>πρη</i>-<i>δών</i> «[[φλόγωση]], [[πρήξιμο]]» και <i>πυθε</i>-<i>δών</i>, «[[σάπισμα]]» που έχουν ανάλογη σημ. Ο καλύτερα μαρτυρημένος τ. [[είναι]] το [[ὀλοφυγγών]], του οποίου όμως η κατάλ. [[είναι]] δυσερμήνευτη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοφυγγών:''' -όνος, ἡ, = [[ὀλοφλυκτίς]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυγγών Medium diacritics: ὀλοφυγγών Low diacritics: ολοφυγγών Capitals: ΟΛΟΦΥΓΓΩΝ
Transliteration A: olophyngṓn Transliteration B: olophyngōn Transliteration C: olofyggon Beta Code: o)lofuggw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A = ὀλοφλυκτίς, Theoc.9.30 (v.l. -φυγδών as in Hsch.).

Greek Monolingual

ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, -όνος, ἡ (Α)
φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως της γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. της λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει σχηματιστεί πιθ. με την κατάλ. τών λ. πρη-δών «φλόγωση, πρήξιμο» και πυθε-δών, «σάπισμα» που έχουν ανάλογη σημ. Ο καλύτερα μαρτυρημένος τ. είναι το ὀλοφυγγών, του οποίου όμως η κατάλ. είναι δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

ὀλοφυγγών: -όνος, ἡ, = ὀλοφλυκτίς, σε Θεόκρ.