δώρον: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(10) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[δώρο]]. | |mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[δώρο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δώρον:''' τό (δί-δωμι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δώρο]], [[δωρεά]], [[χάρισμα]], [[προσφορά]], σε Όμηρ.· τιμητικό [[δώρο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δωρά τινος</i>, τα δώρα κάποιου, δηλ. αυτά που δίνονται, προσφέρονται, χαρίζονται από αυτόν, δῶρα [[θεῶν]], σε Όμηρ.· <i>δῶρ' Ἀφροδίτης</i>, δηλ. τα χαρίσματα της ομορφιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., <i>ὕπνου δ</i>., η [[ευλογία]] του ύπνου, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>δῶρα</i>, δώρα που προσφέρονται σε [[δωροδοκία]], σε Δημ. κ.λπ.· δώρων [[ἑλεῖν]] τινα, τον καταδικάζουν [[επειδή]] δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλάτος]] του χεριού, [[παλάμη]], ως [[μονάδα]] μέτρησης μήκους· βλ. [[ἑκκαιδεκάδωρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:08, 30 December 2018
Greek Monolingual
το
βλ. δώρο.
Greek Monotonic
δώρον: τό (δί-δωμι)·
I. 1. δώρο, δωρεά, χάρισμα, προσφορά, σε Όμηρ.· τιμητικό δώρο, σε Ομήρ. Ιλ.· δωρά τινος, τα δώρα κάποιου, δηλ. αυτά που δίνονται, προσφέρονται, χαρίζονται από αυτόν, δῶρα θεῶν, σε Όμηρ.· δῶρ' Ἀφροδίτης, δηλ. τα χαρίσματα της ομορφιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ὕπνου δ., η ευλογία του ύπνου, στο ίδ.
2. δῶρα, δώρα που προσφέρονται σε δωροδοκία, σε Δημ. κ.λπ.· δώρων ἑλεῖν τινα, τον καταδικάζουν επειδή δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ.
II. πλάτος του χεριού, παλάμη, ως μονάδα μέτρησης μήκους· βλ. ἑκκαιδεκάδωρος.