μείδημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μείδημα]], -ατος, τὸ (Α) [[μειδώ]]<br />το [[μειδίαμα]], το [[χαμόγελο]].
|mltxt=[[μείδημα]], -ατος, τὸ (Α) [[μειδώ]]<br />το [[μειδίαμα]], το [[χαμόγελο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μείδημα:''' -ατος, τό, [[χαμόγελο]], το να χαμογελά [[κάποιος]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 20:11, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείδημα Medium diacritics: μείδημα Low diacritics: μείδημα Capitals: ΜΕΙΔΗΜΑ
Transliteration A: meídēma Transliteration B: meidēma Transliteration C: meidima Beta Code: mei/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A smile, Hes.Th.205 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Greek Monolingual

μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.

Greek Monotonic

μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.