συμπαραμιγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mélanger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραμιγνύω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mélanger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραμιγνύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραμιγνύω:''' [[αναμειγνύω]] [[επιπλέον]], [[ανακατώνω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμιγνύω: μιγνύω ὁμοῦ προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 719.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.

Greek Monotonic

συμπαραμιγνύω: αναμειγνύω επιπλέον, ανακατώνω και κάτι ακόμη, σε Αριστοφ.