πυλαιμάχος: Difference between revisions
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(35) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εσφ. ανάγν. [[πυλαμάχος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται [[μπροστά]] στην [[πύλη]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς σε [[λογοπαίγνιο]] με τη [[λέξη]] Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]). Η [[μορφή]] <i>πυλαι</i>- του α΄ συνθετικού παραμένει δυσερμήνευτη]. | |mltxt=και εσφ. ανάγν. [[πυλαμάχος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται [[μπροστά]] στην [[πύλη]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς σε [[λογοπαίγνιο]] με τη [[λέξη]] Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]). Η [[μορφή]] <i>πυλαι</i>- του α΄ συνθετικού παραμένει δυσερμήνευτη]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πυλαιμάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ],
A fighting at the gate, prob. in Stesich.48 (-λαμ- codd.Ath., -λεμ- Sch.Il.), Call.Fr.503 (-λεμ- codd.). II epith. of Athena in Ar.Eq.1172, with a play on Pylos, as the scene of Cleon's triumph.
Greek (Liddell-Scott)
πυλαιμάχος: -ον, = πυλαμάχος, παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1172, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Πύλος, ἐπειδὴ ἐκεῖ ὁ Κλέων ἐδοξάσθη.
Greek Monolingual
και εσφ. ανάγν. πυλαμάχος, -ον, Α
1. αυτός που μάχεται μπροστά στην πύλη
2. το θηλ. προσωνυμία της Αθηνάς σε λογοπαίγνιο με τη λέξη Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -μάχος (< μάχομαι). Η μορφή πυλαι- του α΄ συνθετικού παραμένει δυσερμήνευτη].
Greek Monotonic
πυλαιμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ.