τρίχαλκον: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[νόμισμα]] ισοδύναμο με [[τρία]] χάλκινα νομίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] «χάλκινο [[νόμισμα]]»].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[νόμισμα]] ισοδύναμο με [[τρία]] χάλκινα νομίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] «χάλκινο [[νόμισμα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίχαλκον:''' τό, [[νόμισμα]] ισοδύναμο τριών <i>χαλκῶν</i>, σε Θεόφρ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχαλκον Medium diacritics: τρίχαλκον Low diacritics: τρίχαλκον Capitals: ΤΡΙΧΑΛΚΟΝ
Transliteration A: tríchalkon Transliteration B: trichalkon Transliteration C: trichalkon Beta Code: tri/xalkon

English (LSJ)

τό,

   A a coin worth three χαλκοῖ, Thphr.Char.10.6, IG42(1).109 iii 128 (Epid., iii B. C.), 5(1).1433.33 (Messene), Vitr.3.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχαλκον: τό, νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς χαλκοῦς, τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης τρίχαλκον Θεοφρ. Χαρ. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pièce de trois chalques.
Étymologie: τρεῖς, χαλκοῦς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
νόμισμα ισοδύναμο με τρία χάλκινα νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλκός «χάλκινο νόμισμα»].

Greek Monotonic

τρίχαλκον: τό, νόμισμα ισοδύναμο τριών χαλκῶν, σε Θεόφρ.