ἀνέρπω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέρπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]] έρποντας, [[σκαρφαλώνω]]<br /><b>2.</b> [[ξεπηδώ]], [[αναβλύζω]].
|mltxt=[[ἀνέρπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]] έρποντας, [[σκαρφαλώνω]]<br /><b>2.</b> [[ξεπηδώ]], [[αναβλύζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέρπω:''' με αόρ. αʹ <i>ἀνείρπῠσα</i>, έρπω προς τα πάνω, [[ανεβαίνω]] έρποντας σε Αριστοφ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέρπω Medium diacritics: ἀνέρπω Low diacritics: ανέρπω Capitals: ΑΝΕΡΠΩ
Transliteration A: anérpō Transliteration B: anerpō Transliteration C: anerpo Beta Code: a)ne/rpw

English (LSJ)

   A creep upwards, E.Ph.1178: aor. ἀνείρπῠσα Ar.Pax585, Luc.Nec.22, etc.; ofivy, E.Fr.88; spring up, of water, Call.Ap.110; ἀ. πρὸς τὸ μετεωρότερον Arist.PA688a10; ἐστὰς ῥῖνας Hp.Vict.3.76.

German (Pape)

[Seite 226] nur praes., dasselbe, Eur. Phoen. 1185.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρπω: ἕρπω πρὸς τὰ ἄνω, ἕρπων ἀναβαίνω, Εὐρ. Φοίν. 1178· ἀόρ. ἀνείρπῠσα) πρβλ. ἕρπω, ἕλκω), Ἀριστοφ. Εἰρ. 586, Λουκ. Νεκυομ. 22. κτλ.· ἐπὶ κισσοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 89: ἐπὶ ὕδατος, ἀναβλύζω, Καλλ. Ἀπ. 110· ἀν. πρὸς τὸ μετεωρότερον, βαθμηδὸν ἀνυψοῦμαι εἰς..., Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 31.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
monter en rampant.
Étymologie: ἀνά, ἕρπω.

Spanish (DGE)

1 intr. subir una escala E.Ph.1178
trepar de los cuadrúpedos polidáctilos, Arist.PA 688a10, de la yedra, E.Fr.88
brotar del agua, Call.Ap.111
subir ἐς τὰς ῥῖνας ἀνέρπει τὸ ὀξὺ Hp.Vict.3.76.
2 tr. escalar τείχεα Arat.958, cf. Polyaen.4.3.29.

Greek Monolingual

ἀνέρπω (Α)
1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω
2. ξεπηδώ, αναβλύζω.

Greek Monotonic

ἀνέρπω: με αόρ. αʹ ἀνείρπῠσα, έρπω προς τα πάνω, ανεβαίνω έρποντας σε Αριστοφ., Λουκ.