ἀνδρόσφιγξ: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(4)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνδροσφιγξ]], ἡ (Α)<br />[[Σφίγγα]] με [[πρόσωπο]] άνδρα.
|mltxt=[[ἄνδροσφιγξ]], ἡ (Α)<br />[[Σφίγγα]] με [[πρόσωπο]] άνδρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρόσφιγξ:''' -ιγγος, ὁ ([[ἀνήρ]]), ανθρώπινη σφίγγα με κορμό ανδρός, όχι (όπως [[συνήθως]]) γυναίκας, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 219] ιγγος, ὁ, Mannsphinx, an denen der Kopf u. die Brust männlich ist, die gew. weiblich dargestellt wurden, Her. 2, 175.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόσφιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ ἄρρην σφίγξ, ἔχουσα δηλ. προτομὴν ἀνδρὸς καὶ οὐχὶ ὡς συνήθως γυναικός, Ἡρόδ. 2. 175.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ) :
sphinx à tête d’homme.
Étymologie: ἀνήρ, σφίγξ.

Spanish (DGE)

-ιγγος, ὁ
esfinge masculina ἀνδρόσφιγγας περιμήκεας ἀνέθηκε Hdt.2.175.

Greek Monolingual

ἄνδροσφιγξ, ἡ (Α)
Σφίγγα με πρόσωπο άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνδρόσφιγξ: -ιγγος, ὁ (ἀνήρ), ανθρώπινη σφίγγα με κορμό ανδρός, όχι (όπως συνήθως) γυναίκας, σε Ηρόδ.