ὁππότερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(29)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁππότερος]], -έρα, -ον (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>(αντων.)</b> <b>βλ.</b> [[οπότερος]].
|mltxt=[[ὁππότερος]], -έρα, -ον (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>(αντων.)</b> <b>βλ.</b> [[οπότερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁππότερος:''' ὁπποτέρωθεν, Επικ. αντί <i>ὁποτ-</i>.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 363] ὁπποτέρωθεν, ep. = ὁπότερος, ὁποτέρωθεν, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὁππότερος: ὁπποτέρωθεν, Ἐπικ. ἀντὶ ὁποτ-.

English (Autenrieth)

whichever (of two).

Greek Monolingual

ὁππότερος, -έρα, -ον (Α)
(επικ. τ.) (αντων.) βλ. οπότερος.

Greek Monotonic

ὁππότερος: ὁπποτέρωθεν, Επικ. αντί ὁποτ-.