πολεμήιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(Autenrieth)
(6)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=of or pertaining to [[war]] or [[battle]], [[warlike]].
|auten=of or pertaining to [[war]] or [[battle]], [[warlike]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολεμήιος:''' -ον, Ιων. επίθ. ([[διότι]] δεν υπάρχει Αττ. [[τύπος]] σε <i>-ειος</i>), [[φιλοπόλεμος]], <i>πολεμήϊα ἔργα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τεύχεα</i>, στον ίδ.· <i>πολεμήϊα = πολέμια</i>, <i>τά</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πολεμήιος: -ον, Ἰων. ἐπίθ. (διότι δὲν ὑπάρχει Ἀττ. τύπος εἰς -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμικός, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· ὡσαύτως, π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.

English (Autenrieth)

of or pertaining to war or battle, warlike.

Greek Monotonic

πολεμήιος: -ον, Ιων. επίθ. (διότι δεν υπάρχει Αττ. τύπος σε -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμήϊα ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχεα, στον ίδ.· πολεμήϊα = πολέμια, τά, σε Ηρόδ.