πεσσευτής: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πεττευτής]], ὁ, Α [[πεσσεύω]]<br />αυτός που παίζει πεσσούς, αυτός που ρίχνει τους πεσσούς.
|mltxt=και [[πεττευτής]], ὁ, Α [[πεσσεύω]]<br />αυτός που παίζει πεσσούς, αυτός που ρίχνει τους πεσσούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεσσευτής:''' -οῦ, ὁ ([[πεσσεύω]]), [[παίχτης]] επιτραπέζιου παιχνιδιού με πεσσούς, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεσσευτής Medium diacritics: πεσσευτής Low diacritics: πεσσευτής Capitals: ΠΕΣΣΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pesseutḗs Transliteration B: pesseutēs Transliteration C: pesseftis Beta Code: pesseuth/s

English (LSJ)

Att. πεττ-, οῦ, ὁ, (πεσσεύω)

   A draught-player, Pl.Plt.292e ; applied to Divine Providence, Id.Lg.903d.

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, der mit den Steinen im Brett Spielende, Plat. Polit. 292 e; auch von der Alles anordnenden u. setzenden Gottheit, Legg. X, 903 d; Pol. 1, 84, 7 sagt συγκλείων πολλοὺς ὥςπερ ἀγαθὸς πεττευτής.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσευτής: -οῦ, ὁ, (πεσσεύω) ὁ παίζων τοὺς πεσσούς, Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε· λέγεται περὶ τῆς Θείας προνοίας, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui joue au trictrac;
2 p. ext. qui dispose et combine toutes choses en parl. de la divinité.
Étymologie: πεσσεύω.

Greek Monolingual

και πεττευτής, ὁ, Α πεσσεύω
αυτός που παίζει πεσσούς, αυτός που ρίχνει τους πεσσούς.

Greek Monotonic

πεσσευτής: -οῦ, ὁ (πεσσεύω), παίχτης επιτραπέζιου παιχνιδιού με πεσσούς, σε Πλάτ.