μήλωψ: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οπος (ὁ, ἡ)<br />d’un jaune de coing <i>ou</i> d’un vert de pomme.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]², [[ὤψ]]. | |btext=-οπος (ὁ, ἡ)<br />d’un jaune de coing <i>ou</i> d’un vert de pomme.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]², [[ὤψ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μήλωψ:''' -οπος, ὁ, ἡ ([[μῆλον]] Β, <i>ὤψ</i>), αυτός που μοιάζει με [[μήλο]], [[κίτρινος]], ώριμος, σε Ομήρ. Οδ.· ως προς την γεν. πρβλ. [[αἴθων]], -ονος. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:06, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 174] οπος, wie ein Apfel anzusehen, apfel-, bes. quittenfarbig, quittengelb; μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν, die gelbe Frucht, den goldgelben Weizen mahlen, Od. 7, 104; vgl. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μήλωψ: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ μῆλοψ.
French (Bailly abrégé)
-οπος (ὁ, ἡ)
d’un jaune de coing ou d’un vert de pomme.
Étymologie: μῆλον², ὤψ.
Greek Monotonic
μήλωψ: -οπος, ὁ, ἡ (μῆλον Β, ὤψ), αυτός που μοιάζει με μήλο, κίτρινος, ώριμος, σε Ομήρ. Οδ.· ως προς την γεν. πρβλ. αἴθων, -ονος.