ἐμπλήμενος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_14)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπλήμενος:''' Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.