πεφροντισμένως: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[φροντίδα]], με [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεφροντισμένως]] ἔχω» — [[δείχνω]] [[μεγάλη]] [[φροντίδα]] για [[κάτι]], [[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>πεφροντισμένος</i> του [[φροντίζω]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[φροντίδα]], με [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεφροντισμένως]] ἔχω» — [[δείχνω]] [[μεγάλη]] [[φροντίδα]] για [[κάτι]], [[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>πεφροντισμένος</i> του [[φροντίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεφροντισμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[φροντίζω]], επιμελώς, με [[προσοχή]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφροντισμένως Medium diacritics: πεφροντισμένως Low diacritics: πεφροντισμένως Capitals: ΠΕΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephrontisménōs Transliteration B: pephrontismenōs Transliteration C: pefrontismenos Beta Code: pefrontisme/nws

English (LSJ)

Adv., (φροντίζω)

   A carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.

German (Pape)

[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.

Greek Monotonic

πεφροντισμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φροντίζω, επιμελώς, με προσοχή, σε Στράβ.