ἀποκαύλισις: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(big3_6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ [[rotura]] πηδαλίων Luc.<i>Merc.Cond</i>.1. | |dgtxt=-εως, ἡ [[rotura]] πηδαλίων Luc.<i>Merc.Cond</i>.1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποκαύλισις:''' -εως, ἡ, [[αποκοπή]] στελέχους, [[σμίκρυνση]], [[απόσπαση]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ rotura πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
Greek Monotonic
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε Λουκ.