ἀποξύρω: Difference between revisions
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀποξυρῶ (-άω, -έω) κ. -[[ξύρω]] (Α)<br />[[ξυρίζω]] εντελώς. | |mltxt=ἀποξυρῶ (-άω, -έω) κ. -[[ξύρω]] (Α)<br />[[ξυρίζω]] εντελώς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποξύρω:''' [ῠ], = [[ἀποξυράω]] — Μέσ., [[ξυρίζω]] τον εαυτό μου εντελώς, ως το [[δέρμα]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ἀποξυράω, aor. part. -ξύρας Polyaen.1.24:—Med., -ξυράμενος get shaved, ibid., cf. Plu.Oth.2:—Pass., opp. κείρεσθαι, D.C.57.10.
German (Pape)
[Seite 317] abscheeren, med., sich das Haar abscheeren lassen, Polyaen. 1, 14, 1; ἕως ἂν ἀποξύρηται τὸ γένειον Plut. Oth. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξύρω: [ῠ], = ἀποξυράω, Πολύαιν. 1. 24. - Παθ. ἀντίθ. τῷ κείρεσθαι, Δίων Κ. 57, 10: -Μέσ., ξυρίζω ἐμαυτὸν ἐντελῶς, Πλουτ. Ὄθ. 2.
French (Bailly abrégé)
raser;
Moy. se faire raser (la tête).
Étymologie: ἀπό, ξύρω.
Spanish (DGE)
afeitar la cabeza οἰκέτην πιστὸν ἀποξύρας τὰς τρίχας Polyaen.1.24
•de ovejas esquilar en v. pas., D.C.57.10.5.
Greek Monolingual
ἀποξυρῶ (-άω, -έω) κ. -ξύρω (Α)
ξυρίζω εντελώς.
Greek Monotonic
ἀποξύρω: [ῠ], = ἀποξυράω — Μέσ., ξυρίζω τον εαυτό μου εντελώς, ως το δέρμα, σε Πλούτ.