ἁπτός: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) [[άπτω]]<br />ο [[χειροπιαστός]], ο [[ψηλαφητός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) [[άπτω]]<br />ο [[χειροπιαστός]], ο [[ψηλαφητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁπτός:''' -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην [[αίσθηση]] της [[αφής]], που μπορεί [[κάποιος]] να ψαύσει, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτός Medium diacritics: ἁπτός Low diacritics: απτός Capitals: ΑΠΤΟΣ
Transliteration A: haptós Transliteration B: haptos Transliteration C: aptos Beta Code: a(pto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτω)

   A tangible, ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.    II ἁπτά· φάρμακα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτός: -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tangible, palpable.
Étymologie: ἅπτω¹.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que se puede tocar, tangible ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.Ti.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.de An.424a12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.Fr.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.Abst.1.33, Thphr.Od.64, Diog.Oen.122.2.3
neutr. como adv. tangiblemente Plu.2.38a.
2 ἁπτά· φάρμακα Hsch.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) άπτω
ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός.

Greek Monotonic

ἁπτός: -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην αίσθηση της αφής, που μπορεί κάποιος να ψαύσει, σε Πλάτ.