ἀτρόμητος: Difference between revisions
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτρόμητος]], -ον) [[τρομώ]]<br />[[άτρομος]], [[άφοβος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτρόμητος]], -ον) [[τρομώ]]<br />[[άτρομος]], [[άφοβος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτρόμητος:''' -ον ([[τρομέω]]), = το επόμ., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq., B.12.123, AP6.256 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 389] = folgdm, Antp. Sid. 40 (VI, 256).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρόμητος: -ον, = τῷ ἑπομ., οὐδ’ Ὀλύμπιος Ζεὺς ἀτρόμητος εἶδεν Ἀνθ. Π. 6. 256.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiembla, intrépido Νηρῇδος ἀ. υἱός B.13.123, cf. AP 6.256 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτρόμητος, -ον) τρομώ
άτρομος, άφοβος.
Greek Monotonic
ἀτρόμητος: -ον (τρομέω), = το επόμ., σε Ανθ.