ἀποσποδέω: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />user, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σποδέω]]. | |btext=-ῶ :<br />user, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σποδέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch. II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.
Greek Monotonic
ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.