βαλλαντιοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(big3_8)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλαντιοτόμος]] Philostr.<i>VA</i> 4.22<br />[[cortabolsas]], [[ratero]] Ecphantid.5, Telecl.16, Ar.<i>Ra</i>.772, Pl.<i>R</i>.552d, Aeschin.3.207, Philostr.l.c.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλαντιοτόμος]] Philostr.<i>VA</i> 4.22<br />[[cortabolsas]], [[ratero]] Ecphantid.5, Telecl.16, Ar.<i>Ra</i>.772, Pl.<i>R</i>.552d, Aeschin.3.207, Philostr.l.c.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαλλαντιοτόμος:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)λάντια, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλαντιοτόμος Medium diacritics: βαλλαντιοτόμος Low diacritics: βαλλαντιοτόμος Capitals: ΒΑΛΛΑΝΤΙΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: ballantiotómos Transliteration B: ballantiotomos Transliteration C: vallantiotomos Beta Code: ballantioto/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A cutpurse, footpad, Ecphantid.4, TeleclId.15, Aeschin.3.207, v. l. in Pl.R.552d (leg. βαλλαντιᾱτόμοι (βαλ- codd. AF)); τοῖσι βαλλαντιοτόμοις, prob. for τοῖς βαλαντιοτόμοις, Ar.Ra.772.

French (Bailly abrégé)

c. βαλαντιοτόμος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): βαλαντιοτόμος Philostr.VA 4.22
cortabolsas, ratero Ecphantid.5, Telecl.16, Ar.Ra.772, Pl.R.552d, Aeschin.3.207, Philostr.l.c.

Greek Monotonic

βαλλαντιοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)λάντια, σε Αριστοφ., Πλάτ.