βλητέον: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(big3_9) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que echar]], [[hay que verter]] οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. <i>Eu.Marc</i>.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι [[γαστήρ]], μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635<br /><b class="num">•</b>fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B. | |dgtxt=[[hay que echar]], [[hay que verter]] οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. <i>Eu.Marc</i>.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι [[γαστήρ]], μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635<br /><b class="num">•</b>fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βάλλω]], πρέπει [[κανείς]] να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must throw or put, Ev.Marc.2.22.
Greek (Liddell-Scott)
βλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ῥίψῃ ἢ θέσῃ, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. β΄ 22.
Spanish (DGE)
hay que echar, hay que verter οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. Eu.Marc.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι γαστήρ, μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635
•fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.
Greek Monotonic
βλητέον: ρημ. επίθ. του βάλλω, πρέπει κανείς να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη