γριπεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γριπεύς]], ο (Α) [[γρίπος]]<br /><b>1.</b> [[ψαράς]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει αλιευτικά δίχτυα.
|mltxt=[[γριπεύς]], ο (Α) [[γρίπος]]<br /><b>1.</b> [[ψαράς]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει αλιευτικά δίχτυα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γρῑπεύς:''' -έως, ὁ = [[γρίπων]], σε Θεόκρ., Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῑπεύς Medium diacritics: γριπεύς Low diacritics: γριπεύς Capitals: ΓΡΙΠΕΥΣ
Transliteration A: gripeús Transliteration B: gripeus Transliteration C: gripeys Beta Code: gripeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A fisher, Sapph.120, Theoc.1.39, Mosch.Fr.1.9, AP7.305 (Addaeus), Procop.Pers.1.4.    2 maker of fishing-nets, Hsch.

German (Pape)

[Seite 506] ὁ, Fischer, Theocr. 1, 39. 3, 26; Add. 5 (VII, 305); Agath. 64 (IX, 442).

Greek (Liddell-Scott)

γρῑπεύς: -εως, ὁ, =γρίπων, Θεόκρ. 1. 39, Μόσχ. 5. 9.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
pêcheur.
Étymologie: γρῖπος.

Spanish (DGE)

(γρῑπεύς) -έως, ὁ
1 pescador, AP 7.505.1 (Sapph.), Theoc.1.39, Mosch.Fr.1.9, AP 7.305 (Adaeus), Babr.61.2, D.P.Au.2.5, Procop.Pers.1.4.20.
2 tejedor de redes de pesca, Hsch.

Greek Monolingual

γριπεύς, ο (Α) γρίπος
1. ψαράς
2. αυτός που κατασκευάζει αλιευτικά δίχτυα.

Greek Monotonic

γρῑπεύς: -έως, ὁ = γρίπων, σε Θεόκρ., Μόσχ.