δαρός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(big3_10) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[δηρός]]. | |dgtxt=v. [[δηρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾱρός:''' δᾱρό-βιος, Δωρ. αντί [[δηρός]], <i>δηρό-βιος</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
δᾱρό-βιος, Dor. for δηρός, δηρό-βιος:δαρόν also expld. by ἑορτή, and ἄρτος ἄζυμος (cf. δάρατος), Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δᾱρός: δᾱρόβιος, Δωρ. ἀντὶ δηρός, δηρόβιος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. δηρός.
Spanish (DGE)
v. δηρός.
Greek Monotonic
δᾱρός: δᾱρό-βιος, Δωρ. αντί δηρός, δηρό-βιος.