δημακίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(9)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημακίδιον]], το (Α)<br />(κωμικ. υποκοριστικό του [[δήμος]]) [[λαουτζίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη που μαρτυρείται [[άπαξ]]<br />πιθ. από αμάρτ. <i>δήμαξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]].
|mltxt=[[δημακίδιον]], το (Α)<br />(κωμικ. υποκοριστικό του [[δήμος]]) [[λαουτζίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη που μαρτυρείται [[άπαξ]]<br />πιθ. από αμάρτ. <i>δήμαξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημᾱκίδιον:''' [κῐ], τό, Κωμ. υποκορ. του [[δῆμος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημᾱκίδιον Medium diacritics: δημακίδιον Low diacritics: δημακίδιον Capitals: ΔΗΜΑΚΙΔΙΟΝ
Transliteration A: dēmakídion Transliteration B: dēmakidion Transliteration C: dimakidion Beta Code: dhmaki/dion

English (LSJ)

[κῐ], τό, Com. Dim. of Δήμαξ, 'magnificative' of δῆμος, Ar.Eq.823; cf. δημίδιον.

German (Pape)

[Seite 561] τό, kom. dim. zu δῆμος, Ar. Equ. 820.

Greek (Liddell-Scott)

δημᾱκίδιον: [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ δῆμος (πρβλ. δημίδιον), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.

Greek Monolingual

δημακίδιον, το (Α)
(κωμικ. υποκοριστικό του δήμος) λαουτζίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ
πιθ. από αμάρτ. δήμαξ < δήμος].

Greek Monotonic

δημᾱκίδιον: [κῐ], τό, Κωμ. υποκορ. του δῆμος, σε Αριστοφ.