δηρίομαι: Difference between revisions
From LSJ
(SL_1) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δηρῐομαι</b> <br /> <b>1</b> [[contend]] [[with]] c. dat. [[δηρίομαι]] πολέσιν περὶ πλήθει [[καλῶν]] (O. 13.44) | |sltr=<b>δηρῐομαι</b> <br /> <b>1</b> [[contend]] [[with]] c. dat. [[δηρίομαι]] πολέσιν περὶ πλήθει [[καλῶν]] (O. 13.44) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δηρίομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>δηρίσομαι</i>, γʹ πληθ. Επικ. αορ. αʹ <i>δηρίσαντο</i>, γʹ δυϊκ. Παθ. <i>δηρινθήτην</i>· αποθ. = το προηγ., σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (Autenrieth)
(δῆρις), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. pass. dep. δηρινθήτην: contend; mostly with arms, τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; less often with words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76, , Il. 12.421.
English (Slater)
δηρῐομαι
1 contend with c. dat. δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (O. 13.44)
Greek Monotonic
δηρίομαι: [ῑ], μέλ. δηρίσομαι, γʹ πληθ. Επικ. αορ. αʹ δηρίσαντο, γʹ δυϊκ. Παθ. δηρινθήτην· αποθ. = το προηγ., σε Όμηρ.