δυνάτης: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(big3_12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῠνάτης) -ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[rey]] ὦ ... δυνάτα, δυνάτα ref. la sombra de Darío, A.<i>Pers</i>.675. | |dgtxt=(δῠνάτης) -ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[rey]] ὦ ... δυνάτα, δυνάτα ref. la sombra de Darío, A.<i>Pers</i>.675. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῠνάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. αντί [[δυνάστης]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, poet. for
A δυνάστης, ὦ δυνάτα A.Pers.674 (lyr., cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 673] ὁ, = δυνάστης, Aesch. Pers. 661.
Greek (Liddell-Scott)
δυνάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δυνάστης, ὦ δυνάτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, κατὰ τὸ Μεδ. χφον καὶ τὸν Σχολ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. δυνάστης.
Étymologie: δύναμαι.
Spanish (DGE)
(δῠνάτης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
rey ὦ ... δυνάτα, δυνάτα ref. la sombra de Darío, A.Pers.675.
Greek Monotonic
δῠνάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. αντί δυνάστης, σε Αισχύλ.