δολιχοδρομέω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(big3_12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[correr el]] δόλιχος Aeschin.3.91, ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω Philostr.<i>Gym</i>.32, cf. <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.385.13.
|dgtxt=[[correr el]] δόλιχος Aeschin.3.91, ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω Philostr.<i>Gym</i>.32, cf. <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.385.13.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχοδρομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρέχω]] τον <i>δόλιχον</i>, σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχοδρομέω Medium diacritics: δολιχοδρομέω Low diacritics: δολιχοδρομέω Capitals: ΔΟΛΙΧΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: dolichodroméō Transliteration B: dolichodromeō Transliteration C: dolichodromeo Beta Code: dolixodrome/w

English (LSJ)

   A run the δόλιχος, Aeschin. 3.91.

German (Pape)

[Seite 654] den Dolichos laufen, Aesch. 3, 91; στάδιον Poll. 3, 146.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχοδρομέω: τρέχω τὸν δόλιχον, Αἰσχίν. 66. 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fournir la course du long stade.
Étymologie: δολιχοδρόμος.

Spanish (DGE)

correr el δόλιχος Aeschin.3.91, ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω Philostr.Gym.32, cf. Tz.Comm.Ar.2.385.13.

Greek Monotonic

δολῐχοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω τον δόλιχον, σε Αισχίν.