εἵαται: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἧμαι]]. | |dgtxt=v. [[ἧμαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἵαται:''' [[εἵατο]], Επικ. αντί [[ἧνται]], <i>ἦντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
εἵατο, Ep. 3pl. pres. and impf. of ἧμαι. II εἴατο, Med. form for ἦσαν (impf. of εἰμί sum), read by Aristarch. in Od.20.106. 2 εἵατο, 3pl. plpf. Med. of ἕννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
εἵαται: εἵατο, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de ἧμαι.
English (Autenrieth)
see ἧμαι.
Spanish (DGE)
v. ἧμαι.
Greek Monotonic
εἵαται: εἵατο, Επικ. αντί ἧνται, ἦντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.