εἰσότε: Difference between revisions
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσότε]] (Α)<br />έως ότου, όταν. | |mltxt=[[εἰσότε]] (Α)<br />έως ότου, όταν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσότε:''' ή εἰςὅτε, [[μέχρι]] τη [[στιγμή]] που, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
for εἰς ὅτε,
A against the time when, Od.2.99,al.
German (Pape)
[Seite 745] bis daß, Od. 2, 99 getrennt geschrieben, u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσότε: ἀντὶ εἰς ὅτε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, Ὀδ. Β. 99˙ ἴδε πρόθ. εἰς ΙΙ. 1.
French (Bailly abrégé)
conj.
jusqu’à ce que.
Étymologie: εἰς ὅτε.
Spanish (DGE)
conj. temp. hasta que c. aor. ind. εἰ. κούρη εἵλετ' ... τεύχη de Atenea h.Hom.28.14, εἰ. ... νέκυν κτερέιξεν ὅμιλος A.R.2.857, cf. 4.800, εἰ. Βακχιάδαι ... ἀνέρες ἐννάσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1212, εἰ. ... ἐπὶ τὴν ... ἀτελεύτητον ζωὴν μετεστήσατο Eus.VC 1.9.1, cf. 3.13.2, Soz.HE 3.19.7, 4.23.8.
Greek Monolingual
εἰσότε (Α)
έως ότου, όταν.