ἐνεμέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(big3_15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[vomitar en]], [[sobre]] c. ἐς y ac. ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέειν Hdt.2.172, fig. Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε ... ἀπλυσίην ἐλέγων <i>AP</i> 7.377 (Eryc.).
|dgtxt=[[vomitar en]], [[sobre]] c. ἐς y ac. ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέειν Hdt.2.172, fig. Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε ... ἀπλυσίην ἐλέγων <i>AP</i> 7.377 (Eryc.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεμέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, κάνω εμετό, [[ξερνώ]] μέσα σε, <i>εἰς τι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεμέω Medium diacritics: ἐνεμέω Low diacritics: ενεμέω Capitals: ΕΝΕΜΕΩ
Transliteration A: eneméō Transliteration B: enemeō Transliteration C: enemeo Beta Code: e)neme/w

English (LSJ)

   A vomit in, ἔς τι Hdt.2.172: metaph., Πιερίδεσσιν ἀπλυσίην ἐλέγων AP7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 837] (s. ἐμέω), speien auf, εἴς τι, Her. 2, 172; ἐνήμεσε φλέγματά τινι Eryc. 11 (VII, 377).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεμέω: ἐμῶ ἔν τινι, ξερνῶ μέσα εἴς τι, ἐς ποδονιπτῆρα ἐνεμεῖν τε καὶ ἐνουρέειν Ἡρόδ. 2. 172· τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐνεμέσω, ao. ἐνήμεσα;
vomir dans, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: ἐν, ἐμέω.

Spanish (DGE)

vomitar en, sobre c. ἐς y ac. ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέειν Hdt.2.172, fig. Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε ... ἀπλυσίην ἐλέγων AP 7.377 (Eryc.).

Greek Monotonic

ἐνεμέω: μέλ. -έσω, κάνω εμετό, ξερνώ μέσα σε, εἰς τι, σε Ηρόδ.