ἐξαλεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(12) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαλεύομαι]] (Α)<br />έξαλέομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[εξαλέομαι]]]. | |mltxt=[[ἐξαλεύομαι]] (Α)<br />έξαλέομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[εξαλέομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξᾰλεύομαι:''' = το προηγ., σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
= foreg.,
A ὡς ἂν . . μῆνιν . . ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S.Aj.656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλεύομαι: τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. ἐξαλύσκω.
French (Bailly abrégé)
sbj. ao. ἐξαλεύσωμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλεύω.
Greek Monolingual
ἐξαλεύομαι (Α)
έξαλέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του εξαλέομαι].
Greek Monotonic
ἐξᾰλεύομαι: = το προηγ., σε Σοφ.