ἐρίκλαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
(14)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρίκλαυστος]], -ον και [[ἐρίκλαυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο [[κάποιος]] έχει κλάψει πολύ, ο [[πολύκλαυτος]], ο [[πολυθρήνητος]] («[[ἐρίκλαυστος]] [[πόλεμος]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]])].
|mltxt=[[ἐρίκλαυστος]], -ον και [[ἐρίκλαυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κλαίει πολύ<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο [[κάποιος]] έχει κλάψει πολύ, ο [[πολύκλαυτος]], ο [[πολυθρήνητος]] («[[ἐρίκλαυστος]] [[πόλεμος]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίκλαυστος:''' και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει [[πολύ]], [[βροντερός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1029] 1l sehr beweint, thränenreich, πόλεμος Opp. Hal. 2, 668, auch ἐρίκλαυτος geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίκλαυστος: καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. πολύκλαυστος, πολυθρήνητος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pleuré avec beaucoup de larmes.
Étymologie: ἐρι-, κλαίω.

Greek Monolingual

ἐρίκλαυστος, -ον και ἐρίκλαυτος, -ον (Α)
1. αυτός που κλαίει πολύ
2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητοςἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)].

Greek Monotonic

ἐρίκλαυστος: και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει πολύ, βροντερός, σε Ανθ.