εὔξεαι: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de</i> [[εὔχομαι]].
|btext=<i>2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de</i> [[εὔχομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔξεαι:''' Επικ. βʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του [[εὔχομαι]].
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

εὔξεαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ εὔχομαι, αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι κτλ. Ὀδ. Γ. 45.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de εὔχομαι.

Greek Monotonic

εὔξεαι: Επικ. βʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του εὔχομαι.