εὐάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(SL_1)
(4)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>εὐᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[noble]] men ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.24) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.99) Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες (N. 2.17) Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (N. 10.36)
|sltr=<b>εὐᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[noble]] men ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.24) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.99) Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες (N. 2.17) Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (N. 10.36)
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. αντί [[εὐήνωρ]].
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάνωρ Medium diacritics: εὐάνωρ Low diacritics: ευάνωρ Capitals: ΕΥΑΝΩΡ
Transliteration A: euánōr Transliteration B: euanōr Transliteration C: evanor Beta Code: eu)a/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Dor. for εὐήνωρ. εὐαξής,

   A v. εὐαυξής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάνωρ: ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. ἀντὶ εὐήνωρ.

English (Slater)

εὐᾱνωρ
   1 with noble men ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.24) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.99) Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες (N. 2.17) Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (N. 10.36)

Greek Monotonic

εὐάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, Δωρ. αντί εὐήνωρ.