ἤπου: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(16) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἦπου]] και ἦ που (Α)<br /><b>1.</b> [[αλήθεια]], πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν [[ὅστις]] ἔφασκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε ερωτήσεις με δισταγμό) [[αλήθεια]]; [[είναι]] δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων [[εὐδείελος]], ἠέ τις [[ἀκτή]] [...] ἠπείροιο;», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[ἦπου]] και ἦ που (Α)<br /><b>1.</b> [[αλήθεια]], πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν [[ὅστις]] ἔφασκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε ερωτήσεις με δισταγμό) [[αλήθεια]]; [[είναι]] δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων [[εὐδείελος]], ἠέ τις [[ἀκτή]] [...] ἠπείροιο;», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἤπου:''' ή [[ἤπου]], με τροποποιημένη [[σημασία]] από το <i>που</i>, [[παρά]] ίσως, ή [[ενδεχομένως]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben, oder wohl, oder vielleicht, oder etwa, Il. 6, 438 Od. 11, 459, nach einem comparat. = als etwa. Vgl. ἤ.
Greek (Liddell-Scott)
ἤπου: ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ παρά, τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ ἴσως, παρὰ ἴσως, Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459.
French (Bailly abrégé)
conj.
ou bien, ou peut-être.
Étymologie: ἤ, που.
Greek Monolingual
ἦπου και ἦ που (Α)
1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.)
2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἤπου: ή ἤπου, με τροποποιημένη σημασία από το που, παρά ίσως, ή ενδεχομένως, σε Όμηρ.