ἰκτῖνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(17)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α ἰκτῑνος και [[ἴκτινος]])<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[λόγια]] [[ονομασία]] ιερακόμορφων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας accipitridae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[ίκτερος]], αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρμ. <i>cin</i>, με την [[ίδια]] σημ., και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινο</i>- [[κατά]] το <i>ἐχ</i>-<i>ῖνος</i>. Μαρτυρείται και μτγν. τ. [[ἰκτίν]](-<i>ίς</i>), γεν. -<i>ῖνος</i>].
|mltxt=ὁ (Α ἰκτῑνος και [[ἴκτινος]])<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[λόγια]] [[ονομασία]] ιερακόμορφων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας accipitridae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[ίκτερος]], αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρμ. <i>cin</i>, με την [[ίδια]] σημ., και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινο</i>- [[κατά]] το <i>ἐχ</i>-<i>ῖνος</i>. Μαρτυρείται και μτγν. τ. [[ἰκτίν]](-<i>ίς</i>), γεν. -<i>ῖνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰκτῖνος:''' ὁ, είδος αρπακτικού πτηνού, «περδικογέρακο», σε Ηρόδ., Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1250] ὁ, der Weihe, Hühnergeier; Soph. frg. 113. 890; Ar. Av. 501; Her. 2, 22; τὰ τῶν ἱεράκων καὶ ἰκτίνων γένη Plat. Phaed. 82 a; Arist. u. Folgde. – Auch eine Wolfsart, Opp. C. 3,

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτῖνος: (οὐχὶ ἴκτινος, Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 1825. 12), ὁ, εἶδος ἁρπακτικοῦ πτηνοῦ, εἶδος ἱέρακος, ἐκ τῶν γαμψωνύχων καὶ ἁρπακτικῶν, κοινῶς «περδικογέρακο», Σιμων. Ἰαμβ. 11, Ἡρόδ. 2. 22, Σοφ. Ἀποσπ. 113, 890, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, κ. ἀλλ., Πλάτ. Φαίδ. 82Α· ἰκτίνου ἀγχιστρόφου ἦθος Θέογν. 1261· φεύγεις ἰκτίνου σχέτλιον ἦθος ἔχων ὁ αὐτ. 1302· ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 69 ἔχομεν ἑνικ. αἰτ. ἴκτῑνα· («ἰκτῖνα σημαίνει τὴν λεγομένην λούπην..., Πλάτων δὲ προπαροξυτόνως λέγει, ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει, «ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα τρέφει, οὐ γάρ ἐστιν ἀπὸ τῆς ἰκτίν εὐθείας ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἴκτινος, ἧς ἡ γενικὴ ἰκτίνου, ἡ αἰτιατικὴ ἴκτινον καὶ κατὰ μεταπλασμὸν ἴκτινα» Ἐτυμ. Μ. 470. 34, Χοιροβ. τ. 1. σ. 278. 22): ὀνομαστ. πληθ. ἰκτῖνες, Παυσ. 5. 14, 1· δοτ. ἰκτῖσι, Κτησ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 46. 18· ἀλλ’ οὐδαμοῦ εὕρηται ὀνομαστ. ἴκτιν, ῑνος. ΙΙ. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κυν. 3. 331.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
milan, oiseau.
Étymologie: DELG rapport poss. avec ἴκτερος.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰκτῑνος και ἴκτινος)
ζωολ. γενική λόγια ονομασία ιερακόμορφων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας accipitridae
αρχ.
είδος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ίκτερος, αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρμ. cin, με την ίδια σημ., και εμφανίζει επίθημα -ινο- κατά το ἐχ-ῖνος. Μαρτυρείται και μτγν. τ. ἰκτίν(-ίς), γεν. -ῖνος].

Greek Monotonic

ἰκτῖνος: ὁ, είδος αρπακτικού πτηνού, «περδικογέρακο», σε Ηρόδ., Αριστοφ., Πλάτ.