καταπνοή: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπνοή]], ἡ (Α) [[καταπνέω]]<br />το [[φύσημα]] («ἀνέμων καταπνοά», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[καταπνοή]], ἡ (Α) [[καταπνέω]]<br />το [[φύσημα]] («ἀνέμων καταπνοά», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπνοή:''' ἡ ([[καταπνέω]]), [[φύσημα]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπνοή Medium diacritics: καταπνοή Low diacritics: καταπνοή Capitals: ΚΑΤΑΠΝΟΗ
Transliteration A: katapnoḗ Transliteration B: katapnoē Transliteration C: katapnoi Beta Code: katapnoh/

English (LSJ)

ἡ,

   A blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.

Greek Monolingual

καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).

Greek Monotonic

καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.