καταλωφάω: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />reposer de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λωφάω]]. | |btext=-ῶ :<br />reposer de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λωφάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταλωφάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. καταλωφέω,
A rest from a thing, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od.9.459. II trans., give rest from, κούρην δ' ἐξ ἀχέων . . καταλώφεεν ὕπνος A.R.3.616.
German (Pape)
[Seite 1362] u. -λωφέω, aufhören lassen, beruhigen; κούρην δ' ἐξ ἀχέων ἀδινὸς κατελώφεεν ὕπνος Ap. Rh. 3, 616; – intr., aufhören, ausruhen, in tmesi, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od. 9, 460.
Greek (Liddell-Scott)
καταλωφάω: Ἰων. ― -έω, ἀναπαύομαι, ἀναπνέω, ἀνακουφίζομαι ἀπό τινος, κὰδ δέ κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Ὀδύσ. Ι. 460. ΙΙ. μεταβ., παρέχω ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, κούρην δ’ ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 616.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
reposer de.
Étymologie: κατά, λωφάω.
Greek Monotonic
καταλωφάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.