κελευστός: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελευστός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br />αυτός που εκτελείται ύστερα από [[διαταγή]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παραγγελία]] («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' [[ἑκούσιος]]», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=[[κελευστός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br />αυτός που εκτελείται ύστερα από [[διαταγή]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παραγγελία]] («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' [[ἑκούσιος]]», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελευστός:''' -ή, -όν ([[κελεύω]]), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.
Greek (Liddell-Scott)
κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.
Greek Monolingual
κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κελευστός: -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.