κούφισις: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κούφισις]], ἡ (Α) [[κουφίζω]] (II)]<br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]].
|mltxt=[[κούφισις]], ἡ (Α) [[κουφίζω]] (II)]<br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κούφῐσις:''' -εως, ἡ, [[ανακούφιση]], καταπράϋνση, [[κατευνασμός]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούφῐσις Medium diacritics: κούφισις Low diacritics: κούφισις Capitals: ΚΟΥΦΙΣΙΣ
Transliteration A: koúphisis Transliteration B: kouphisis Transliteration C: koyfisis Beta Code: kou/fisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A lightening, alleviation, relief, Th.7.75; κούφισιν φέρειν J.AJ17.6.2, D.C.42.28.

German (Pape)

[Seite 1497] ἡ, Erleichterung; Thuc. 7, 75; Sp., κούφισιν φέρειν D. Cass. 42, 28.

Greek (Liddell-Scott)

κούφῐσις: -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις, ἀνακούφισις, Θουκ. 7. 75˙ κούφισιν φέρειν Δίων Κ. 42. 28, Ἰωσήπ. Ἰουδ Ἀρχ. 17. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek Monolingual

κούφισις, ἡ (Α) κουφίζω (II)]
ελάφρυνση, ανακούφιση.

Greek Monotonic

κούφῐσις: -εως, ἡ, ανακούφιση, καταπράϋνση, κατευνασμός, σε Θουκ.