μακροτράχηλος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακροτράχηλος]], -ον (AM, Μ και [[μακρυτράχηλος]])<br />αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, [[μακρολαίμης]]. | |mltxt=[[μακροτράχηλος]], -ον (AM, Μ και [[μακρυτράχηλος]])<br />αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, [[μακρολαίμης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακροτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[τρᾰ], ον,
A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.
Greek Monolingual
μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.
Greek Monotonic
μακροτράχηλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.