μαχαιροποιός: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μαχαιροποιός]])<br />ο [[κατασκευαστής]] μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς [[ἐργαστήριον]] ἔχων μέγα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάχαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο (Α [[μαχαιροποιός]])<br />ο [[κατασκευαστής]] μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς [[ἐργαστήριον]] ἔχων μέγα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάχαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰχαιροποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), [[τεχνίτης]] που κατασκευάζει μαχαίρια, σε Αριστοφ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχαιροποιός Medium diacritics: μαχαιροποιός Low diacritics: μαχαιροποιός Capitals: ΜΑΧΑΙΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: machairopoiós Transliteration B: machairopoios Transliteration C: machairopoios Beta Code: maxairopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of cutlery, Ar.Av. 442, D.27.9, Plu.Dem.4, Luc.Rh.Pr.10.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιροποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 441, Δημ. 816. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, de sabres.
Étymologie: μάχαιρα, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μαχαιροποιός)
ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -ποιός].

Greek Monotonic

μᾰχαιροποιός: -όν (ποιέω), τεχνίτης που κατασκευάζει μαχαίρια, σε Αριστοφ., Δημ.