μεγαλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλίζομαι]] (Α)<br />[[υπερηφανεύομαι]], [[καυχιέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]], <i>μεγάλου</i>].
|mltxt=[[μεγαλίζομαι]] (Α)<br />[[υπερηφανεύομαι]], [[καυχιέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγας]], <i>μεγάλου</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλίζομαι:''' Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 00:15, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλίζομαι Medium diacritics: μεγαλίζομαι Low diacritics: μεγαλίζομαι Capitals: ΜΕΓΑΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: megalízomai Transliteration B: megalizomai Transliteration C: megalizomai Beta Code: megali/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be exalted, bear oneself proudly, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Il.10.69; οὔτ' ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ' ἀθερίζω Od.23.174.—Ep. word.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλίζομαι: παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι μεγαλίζομαι Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ.

French (Bailly abrégé)

impér. 2ᵉ sg. μεγαλίζεο;
se vanter.
Étymologie: μέγας.

English (Autenrieth)

exalt oneself, be proud. (Il. and Od. 23.174.)

Greek Monolingual

μεγαλίζομαι (Α)
υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου].

Greek Monotonic

μεγᾰλίζομαι: Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.